- χορευτής
- χορευτήςchoral dancermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χορευτής — ο, θηλ. χορεύτρια, ΝΜΑ, και χορεύτρα Ν, και χορευτρία Α [χορεύω] 1. (γενικά) άτομο που χορεύει 2. πρόσωπο που μετέχει σε χορό δράματος («ὅτε τῇ πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων, τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
χορευτής — ο θηλ. χορεύτρια αυτός που χορεύει, ο πολύ καλός χορευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαυροστάτης — Χορευτής του μεσαίου στοίχου του Χορού στο αρχαίο θέατρο. Ονομαζόταν και δευτεροστάτης ή υποκόλπιος. Ο Χορός εμφανιζόταν συνήθως διαιρεμένος σε τρεις στοίχους και ο λ. ήταν δεύτερης κατηγορίας χορευτής … Dictionary of Greek
χορευταῖς — χορευτής choral dancer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευταί — χορευτής choral dancer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτοῦ — χορευτής choral dancer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτᾶν — χορευτής choral dancer masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτῇ — χορευτής choral dancer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτήν — χορευτής choral dancer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτῶν — χορευτής choral dancer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)